- ἀγελάτης
- ἀγελάτης, [dialect] Dor. [suff] ἀγελ-άτας, ου, ὁ, chief of anA
ἀγέλη 11
, Heraclid.Pol. 15.II = ἔφηβος, Hsch. (cod. ἀγελάστους), cf. GDI5142 ([place name] Oaxos).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀγέλη 11
, Heraclid.Pol. 15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αγελάτης — ἀγελάτης, ο (Α) 1. αρχηγός αγέλης, δηλ. ομάδας νέων που ανατρέφονταν μαζί (βλ. αγέλη) 2. κατά τον Ησύχιο «ἔφηβος». [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀγεληλάτης με απλολογία] … Dictionary of Greek
ἀγελάτην — ἀγελάτης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγέλη — Ομάδα ομοειδών ζώων που ζουν και μετακινούνται μαζί. Η διαβίωση σε α. οφείλεται στην ανάγκη ομαδικής άμυνας και στο ένστικτο της πολυγαμίας. Τα ζώα που ζουν στις α. λέγονται αγελαία. Με τον όρο α. εννοείται στον προσκοπισμό μία τάξη προσκόπων με… … Dictionary of Greek
Агела — (άγελη) название бывших у дорян товариществ юношей, называвшихся потому агеластами (άγελάςος); один из них начальствовал над товарищами и назывался агелат (άγελάτης). Товарищества имели целью усовершенствование в гимнастике и военных упражнениях … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона